αφακέλωτος

αφακέλωτος
-η, -ο
1. (για έγγραφα κ.λπ.) αυτός που δεν μπήκε ή δεν ταξινομήθηκε σε φακέλους
2. (για πρόσωπα) αυτός σε βάρος του οποίου δεν καταρτίστηκε φάκελος από τις υπηρεσίες ασφάλειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”